Στην εποχή της (συνολικής-ριζικής) κρίσης που ζούμε και βιώνουμε, φαίνεται τα πάντα να καταρρέουν και να αλλάζουν ραγδαία και με ασύλληπτα γρήγορους ρυθμούς. Σε ένα τέτοιο ρευστό περιβάλλον, παραδοσιακά και δεδομένα πολιτισμικά-κοινωνικά πλαίσια (σχέσεις, ρόλοι, θεσμοί, αντιλήψεις, στερεότυπα) χάνονται ή, τουλάχιστον, να υποχωρούν ως μη λειτουργικά, ενώ τίποτα δεν φαίνεται να τα αντικαθιστά. Οι άνθρωποι μετέωροι στέκονται, ανήμποροι να συνειδητοποιήσουν τι συμβαίνει, ανίκανοι συχνά να αντιδράσουν αποτελεσματικά και εποικοδομητικά, παγωμένοι από τον φόβο για ένα αβέβαιο και ζοφερό αύριο. Βρίσκονται δηλαδή σε ένα μεταίχμιο, ανάμεσα στο παλιό που υποχωρεί και εξαφανίζεται και στο νέο που δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί.
Οι διαπιστώσεις αυτές, που προέκυψαν μέσα από συζήτηση στη διάρκεια ενός μαθήματος [1], γέννησαν το ερώτημα του εάν και κατά πόσο οι παραπάνω συνθήκες προσομοιάζουν με τις έννοιες της οριακότητας και του κατωφλιού του Victor Turner*, τις οποίες ανέπτυξε στη θεωρία του για τις διαβατήριες τελετές. Οι διαβατήριες τελετές αφορούν σε διαδικασίες μετάβασης από μια κοινωνική θέση ή κατάσταση σε άλλη (π.χ. το πέρασμα στην ενηλικίωση) και διακρίνονται σε τρεις φάσεις [2].
Η δεύτερη φάση, της οριακότητας, είναι η πιο σημαντική κατά τον Turner, γιατί παίζει καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική αλλαγή. Στη διάρκεια αυτών των τελετουργιών επικρατεί μια κατάσταση οριακότητας ή «κατωφλιού», δηλαδή τα άτομα βρίσκονται σε ένα μεταβατικό διάστημα-χώρο ανάμεσα από μια προηγούμενη φάση σε μια άλλη. Σε αυτή τη φάση το άτομο ή η ομάδα δεν ανήκουν πουθενά, βρίσκονται σε μια μετέωρη, οριακή κατάσταση. Ο παλιός εαυτός και το παλιό στάτους χάνεται, ενώ ο καινούριος δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Πρόκειται λοιπόν για μια «ανώμαλη» (abnormal) κατάσταση, α-χρονική και ρευστή.
Αν και στην περίπτωση που εξετάζεται εδώ οι τελετουργικές πρακτικές δεν είναι άμεσα ορατές (τυπικές και αυστηρές), όπως στις διαβατήριες ή άλλου είδους τελετές, εν τούτοις μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες συμπεριφορές που έχουν έναν τέτοιο χαρακτήρα. Η οικονομική στενότητα και οι πιέσεις που αυτή επιβάλλει στον τρόπο ζωής μειώνουν δραστικά και μεταλλάσουν αποφασιστικά το ρεπερτόριο ή τις ευκαιρίες για δράση των υποκειμένων. Έτσι, δεν έχουμε ένα τελετουργικό, με την αυστηρή έννοια, που να αντιστοιχεί στη φάση μετάβασης-οριακότητας, εντούτοις έχουμε μια σχετική ομοιογένεια στον τρόπο δράσης και επιλογών από τη μεριά των ατόμων. Τρόποι συμπεριφοράς που συνάδουν στην οικονομική στενότητα αλλά και στην αντίστοιχη στενότητα στο ρεπερτόριο δράσης και επιλογών των υποκειμένων. Συνευρέσεις στα σπίτια, ρεφενές για φαγητό-ποτό, περιορισμός δώρων-κερασμάτων, περιορισμός της κατανάλωσης και χειρονομιών που αφορούν στην επίδειξη υλικών αντικειμένων, συζητήσεις που εκφράζουν νοσταλγία για τις «παλιές καλύτερες μέρες».
Ακόμη, παρατηρούμε και αντίστοιχους συμβολισμούς που δηλώνουν αυτήν την αμφίσημη και ρευστή κατάσταση οριακότητας. Για παράδειγμα, εκφράσεις συνανθρώπων μας, που ακούμε καθημερινά, όπως: «Πού ζούμε;», «Έχουμε χάσει τον έλεγχο», «Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει», «Πού μας καταντήσανε», συμβολίζουν αυτήν την αίσθηση ότι ζούμε σε μια ρευστή και ακατανόητη κατάσταση, που δεν μπορούμε να την εντάξουμε εύκολα σε μια γνωστή κατηγορία. Συνήθως της αποδίδουμε χαρακτηριστικά από το κοντινό ιστορικό παρελθόν: «χούντα», «κατοχή». Όπως επίσης, εκφράσεις αλληλεγγύης και στήριξης μεταξύ των ατόμων για τη «δύσκολη κατάσταση» την οποία βιώνουν.
Στο μεταβατικό στάδιο της οριακότητας, η αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων είναι έντονη. Μια διαδικασία μέθεξης (“communitas”) [3] συντελείται-εκτυλίσσεται, μια ενοποίηση-ομογενοποίηση και εξίσωση των ατόμων συντελείται και ένα αίσθημα κοινότητας και συντροφικότητας δημιουργείται. Η φράση που ακούγεται καθημερινά, «Ό,τι γίνουν – ή κάνουν – όλοι, θα γίνουμε κι εμείς» ίσως εκφράζει ακριβώς αυτήν την αίσθηση της κοινής θέσης-«μοίρας», η οποία μας φέρνει όλους στο ίδιο επίπεδο.
Οριακότητα, communitas και κοινωνική αλλαγή
Η οριακή φάση διευκολύνει και ευθύνεται για την κοινωνική αλλαγή, διότι βρίσκεται εκτός κοινωνικού συστήματος, συνιστά, σύμφωνα με τον Τέρνερ, μια «αντιδομή». Τα άτομα δεν βρίσκονται πουθενά, αιωρούνται «μεταξύ και ανάμεσα» (“between and betwixt”), χωρίς θέση στην κοινωνική δομή. Στη δεδομένη συγκυρία βιώνουμε μια ανάλογη ανατροπή στη ζωή μας, όπου είμαστε σε μια άγνωστη-πρωτόγνωρη κατάσταση, σε ένα κατώφλι – κάπου «μεταξύ και ανάμεσα». Αυτή η δυναμική μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αλλαγή.
Στις πλατείες του κόσμου – και εδώ, στο Σύνταγμα και αλλού – τα διάφορα νεοεμφανιζόμενα και ελπιδοφόρα κοινωνικά κινήματα επαναοικειοποιήθηκαν τον δημόσιο χώρο, μέσα σε συνθήκες έντονης αλληλεπίδρασης-μέθεξης μεταξύ των ατόμων. Αυτό το στοιχείο χαρακτηρίζει την οριακή-μεταβατική φάση στις διαβατήριες τελετές: μια συνθήκη και ένα πλαίσιο συντροφικότητας και αλληλεγγύης («communitas», κατά τον Turner). Οι άνθρωποι έχουν – και νιώθουν έτσι – ότι έχουν χάσει τη θέση τους, τη μέχρι πρότινος κατάστασή τους. Αιωρούνται σε ένα ρευστό, ακαθόριστο και ταχύτατα μεταλλασσόμενο περιβάλλον. Αξίες, ιδεοληψίες, αντιλήψεις, ρόλοι και συμπεριφορές που μέχρι λίγο πριν θεωρούνταν αυτονόητα, αμφισβητούνται, ενώ στη θέση τους αναδεικνύονται νέοι τρόποι συνεύρεσης, επικοινωνίας και συναποφασίζειν, αδιαμεσολάβητα και αμεσοδημοκρατικά.
Η επαναοικειοποίηση του δημόσιου χώρου έγινε μέσα από διαδικασίες και τελετουργίες που εκφράζουν μια μεταβατικότητα-οριακότητα, ένα κατώφλι στο κοινωνικό γίγνεσθαι που διεμβολίζει και διαπερνά την κοινωνική δομή-σύστημα, υπερβαίνοντάς τη, έστω αποσπασματικά και προσωρινά. Μια διαδικασία – ίσως αργής, αλλά σταθερής – κοινωνικής αλλαγής, με χαρακτηριστικά ανατροπής.
Η συγκέντρωση τόσων ανθρώπων στις πλατείες, η αυθόρμητη συμμόρφωση στη συλλογικότητα και στις κοινές διαδικασίες, η τελετουργικές πρακτικές του μοιράσματος, επιβεβαιώνουν επιτελεστικά την «communitas» ανάμεσα στους συμμετέχοντες και εγκαθιδρύεται έτσι ένας νέος και γνήσιος δημόσιος χώρος. Το κάθισμα σε κυκλική διάταξη των ατόμων, η υπομονή, η ησυχία και ο σεβασμός-ανεκτικότητα στην άποψη και στην ελεύθερη έκφραση – πέρα από τις πολιτικές τοποθετήσεις – ακόμη και του προσωπικού κόσμου του συνομιλητή: συναισθημάτων, βιωμάτων, ιδεών, προβληματισμών, ανησυχιών ή και φόβων. Όλα τα αυτά, είναι παραδείγματα μιας εξισωτικής συνθήκης και μιας μεταβατικής κατάστασης-οριακότητας (liminality).
Αλλά πέρα από το κίνημα των πλατειών, η γενικότερη οικονομικοκοινωνική και πολιτισμική κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια περίοδο ρευστότητας και μετάβασης, δηλαδή οριακότητας. Η λεγόμενη κρίση είναι μια κατάσταση οριακότητας σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, καθώς παλιοί τρόποι και πρότυπα ζωής τρίζουν συθέμελα. Παράλληλα, η φτώχεια και η ανεργία σε μαζικό επίπεδο εξομοιώνουν τους ανθρώπους, τοποθετώντας τους σε μια μετέωρη κατάσταση εκτός κοινωνικής δομής-συστήματος, καθώς απορρίπτονται-αποβάλλονται από την παραγωγή και τους θεσμούς (: υποχώρηση υπηρεσιών και θεσμών πρόνοιας). Θεσμοί οι οποίοι διατηρούν την «κοινωνική συνοχή» – δηλαδή την ένταξη των ατόμων στην ιεραρχική-εκμεταλλευτική κοινωνική δομή.
Όλες αυτές οι συνθήκες, λοιπόν, είναι ευνοϊκές για την αλλαγή προτύπων συμπεριφοράς, νοοτροπιών, αξιών και γενικότερα για την κοινωνική αλλαγή-ανατροπή. Επομένως, ένα ριζοσπαστικό-επαναστατικό κίνημα, μπορεί να συμβάλλει στην εποικοδομητική και ριζοσπαστική κατεύθυνση αυτών των κοινωνικών-πολιτισμικών διεργασιών, οξύνοντας την επαναστατική συλλογική συνείδηση, μέσα από έναν σύγχρονο, συντονισμένο με τις νέες ανάγκες, τάσεις και ιδέες που αναδεικνύονται από την κινητικότητα και τη μετάλλαξη των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων. Στον πλαίσιο αυτό, η ριζική-κριτική ανθρωπολογία, εφόσον βέβαια αναπτυχθεί περαιτέρω και αναδείξει νέα αναλυτικά-θεωρητικά εργαλεία, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο.
Δημήτρης Φασόλης
14/1/2012
1. Υπεύθυνος του μαθήματος είναι ο Νώντας Κούκας.
2. Ο όρος «διαβατήριες τελετές» (rites of passage) εισήχθη από τον Arnold Van Gennep στο ομώνυμο έργο του*. Διακρίνονται σε τρεις φάσεις: 1. χωρισμού – από την κοινωνική δομή – (preliminal), 2. της μετάβασης ή οριακότητας (liminal) και 3. ενσωμάτωσης (postliminal).
3. Η communitas πραγματώνεται και εκτός της οριακής φάσης, μέσα στο πλαίσιο της σταθερής κοινωνικής δομής, σε μικρο-δομές που συμβολίζουν τη «δύναμη των αδυνάτων». Επίσης, η οριακή κατάσταση παρουσιάζεται από τους θεματοφύλακες της κοινωνικής δομής ως «μιαρή, «επικίνδυνη και αναρχική» και περιβάλλεται με απαγορεύσεις. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι θεωρείται αταξινόμητη ή ότι βρίσκεται ανάμεσα στις ταξινομικές κατηγορίες της κοινωνίας. Κατάσταση οριακότητας και communitas κατά τον Turner έχουμε και σε διάφορες μειονότητες και περιθωριακές ομάδες (π.χ. εθνοτικές), σε χιλιαστικά κινήματα στην ιστορία ή σε σύγχρονα κινήματα όπως αυτό των χίπις (αντικατανωλωτισμός, έμφαση στην περιθωριακότητα και στη συντροφικότητα-μέθεξη).
*Παραπομπές
Turner Victor 1969. The Ritual Process: Structure and Anti-Structure. New York: Aldine de Gruyter Ed.
Van Gennep Arnold 2004 (1960). Rites of Passage. London: Routledge Ed.
του Δημήτρη Φασόλη
Δάσκαλος κ’ υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Οι διαπιστώσεις αυτές, που προέκυψαν μέσα από συζήτηση στη διάρκεια ενός μαθήματος [1], γέννησαν το ερώτημα του εάν και κατά πόσο οι παραπάνω συνθήκες προσομοιάζουν με τις έννοιες της οριακότητας και του κατωφλιού του Victor Turner*, τις οποίες ανέπτυξε στη θεωρία του για τις διαβατήριες τελετές. Οι διαβατήριες τελετές αφορούν σε διαδικασίες μετάβασης από μια κοινωνική θέση ή κατάσταση σε άλλη (π.χ. το πέρασμα στην ενηλικίωση) και διακρίνονται σε τρεις φάσεις [2].
Η δεύτερη φάση, της οριακότητας, είναι η πιο σημαντική κατά τον Turner, γιατί παίζει καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική αλλαγή. Στη διάρκεια αυτών των τελετουργιών επικρατεί μια κατάσταση οριακότητας ή «κατωφλιού», δηλαδή τα άτομα βρίσκονται σε ένα μεταβατικό διάστημα-χώρο ανάμεσα από μια προηγούμενη φάση σε μια άλλη. Σε αυτή τη φάση το άτομο ή η ομάδα δεν ανήκουν πουθενά, βρίσκονται σε μια μετέωρη, οριακή κατάσταση. Ο παλιός εαυτός και το παλιό στάτους χάνεται, ενώ ο καινούριος δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί. Πρόκειται λοιπόν για μια «ανώμαλη» (abnormal) κατάσταση, α-χρονική και ρευστή.
Αν και στην περίπτωση που εξετάζεται εδώ οι τελετουργικές πρακτικές δεν είναι άμεσα ορατές (τυπικές και αυστηρές), όπως στις διαβατήριες ή άλλου είδους τελετές, εν τούτοις μπορούμε να διακρίνουμε κάποιες συμπεριφορές που έχουν έναν τέτοιο χαρακτήρα. Η οικονομική στενότητα και οι πιέσεις που αυτή επιβάλλει στον τρόπο ζωής μειώνουν δραστικά και μεταλλάσουν αποφασιστικά το ρεπερτόριο ή τις ευκαιρίες για δράση των υποκειμένων. Έτσι, δεν έχουμε ένα τελετουργικό, με την αυστηρή έννοια, που να αντιστοιχεί στη φάση μετάβασης-οριακότητας, εντούτοις έχουμε μια σχετική ομοιογένεια στον τρόπο δράσης και επιλογών από τη μεριά των ατόμων. Τρόποι συμπεριφοράς που συνάδουν στην οικονομική στενότητα αλλά και στην αντίστοιχη στενότητα στο ρεπερτόριο δράσης και επιλογών των υποκειμένων. Συνευρέσεις στα σπίτια, ρεφενές για φαγητό-ποτό, περιορισμός δώρων-κερασμάτων, περιορισμός της κατανάλωσης και χειρονομιών που αφορούν στην επίδειξη υλικών αντικειμένων, συζητήσεις που εκφράζουν νοσταλγία για τις «παλιές καλύτερες μέρες».
Ακόμη, παρατηρούμε και αντίστοιχους συμβολισμούς που δηλώνουν αυτήν την αμφίσημη και ρευστή κατάσταση οριακότητας. Για παράδειγμα, εκφράσεις συνανθρώπων μας, που ακούμε καθημερινά, όπως: «Πού ζούμε;», «Έχουμε χάσει τον έλεγχο», «Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει», «Πού μας καταντήσανε», συμβολίζουν αυτήν την αίσθηση ότι ζούμε σε μια ρευστή και ακατανόητη κατάσταση, που δεν μπορούμε να την εντάξουμε εύκολα σε μια γνωστή κατηγορία. Συνήθως της αποδίδουμε χαρακτηριστικά από το κοντινό ιστορικό παρελθόν: «χούντα», «κατοχή». Όπως επίσης, εκφράσεις αλληλεγγύης και στήριξης μεταξύ των ατόμων για τη «δύσκολη κατάσταση» την οποία βιώνουν.
Στο μεταβατικό στάδιο της οριακότητας, η αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων είναι έντονη. Μια διαδικασία μέθεξης (“communitas”) [3] συντελείται-εκτυλίσσεται, μια ενοποίηση-ομογενοποίηση και εξίσωση των ατόμων συντελείται και ένα αίσθημα κοινότητας και συντροφικότητας δημιουργείται. Η φράση που ακούγεται καθημερινά, «Ό,τι γίνουν – ή κάνουν – όλοι, θα γίνουμε κι εμείς» ίσως εκφράζει ακριβώς αυτήν την αίσθηση της κοινής θέσης-«μοίρας», η οποία μας φέρνει όλους στο ίδιο επίπεδο.
Οριακότητα, communitas και κοινωνική αλλαγή
Η οριακή φάση διευκολύνει και ευθύνεται για την κοινωνική αλλαγή, διότι βρίσκεται εκτός κοινωνικού συστήματος, συνιστά, σύμφωνα με τον Τέρνερ, μια «αντιδομή». Τα άτομα δεν βρίσκονται πουθενά, αιωρούνται «μεταξύ και ανάμεσα» (“between and betwixt”), χωρίς θέση στην κοινωνική δομή. Στη δεδομένη συγκυρία βιώνουμε μια ανάλογη ανατροπή στη ζωή μας, όπου είμαστε σε μια άγνωστη-πρωτόγνωρη κατάσταση, σε ένα κατώφλι – κάπου «μεταξύ και ανάμεσα». Αυτή η δυναμική μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αλλαγή.
Στις πλατείες του κόσμου – και εδώ, στο Σύνταγμα και αλλού – τα διάφορα νεοεμφανιζόμενα και ελπιδοφόρα κοινωνικά κινήματα επαναοικειοποιήθηκαν τον δημόσιο χώρο, μέσα σε συνθήκες έντονης αλληλεπίδρασης-μέθεξης μεταξύ των ατόμων. Αυτό το στοιχείο χαρακτηρίζει την οριακή-μεταβατική φάση στις διαβατήριες τελετές: μια συνθήκη και ένα πλαίσιο συντροφικότητας και αλληλεγγύης («communitas», κατά τον Turner). Οι άνθρωποι έχουν – και νιώθουν έτσι – ότι έχουν χάσει τη θέση τους, τη μέχρι πρότινος κατάστασή τους. Αιωρούνται σε ένα ρευστό, ακαθόριστο και ταχύτατα μεταλλασσόμενο περιβάλλον. Αξίες, ιδεοληψίες, αντιλήψεις, ρόλοι και συμπεριφορές που μέχρι λίγο πριν θεωρούνταν αυτονόητα, αμφισβητούνται, ενώ στη θέση τους αναδεικνύονται νέοι τρόποι συνεύρεσης, επικοινωνίας και συναποφασίζειν, αδιαμεσολάβητα και αμεσοδημοκρατικά.
Η επαναοικειοποίηση του δημόσιου χώρου έγινε μέσα από διαδικασίες και τελετουργίες που εκφράζουν μια μεταβατικότητα-οριακότητα, ένα κατώφλι στο κοινωνικό γίγνεσθαι που διεμβολίζει και διαπερνά την κοινωνική δομή-σύστημα, υπερβαίνοντάς τη, έστω αποσπασματικά και προσωρινά. Μια διαδικασία – ίσως αργής, αλλά σταθερής – κοινωνικής αλλαγής, με χαρακτηριστικά ανατροπής.
Η συγκέντρωση τόσων ανθρώπων στις πλατείες, η αυθόρμητη συμμόρφωση στη συλλογικότητα και στις κοινές διαδικασίες, η τελετουργικές πρακτικές του μοιράσματος, επιβεβαιώνουν επιτελεστικά την «communitas» ανάμεσα στους συμμετέχοντες και εγκαθιδρύεται έτσι ένας νέος και γνήσιος δημόσιος χώρος. Το κάθισμα σε κυκλική διάταξη των ατόμων, η υπομονή, η ησυχία και ο σεβασμός-ανεκτικότητα στην άποψη και στην ελεύθερη έκφραση – πέρα από τις πολιτικές τοποθετήσεις – ακόμη και του προσωπικού κόσμου του συνομιλητή: συναισθημάτων, βιωμάτων, ιδεών, προβληματισμών, ανησυχιών ή και φόβων. Όλα τα αυτά, είναι παραδείγματα μιας εξισωτικής συνθήκης και μιας μεταβατικής κατάστασης-οριακότητας (liminality).
Αλλά πέρα από το κίνημα των πλατειών, η γενικότερη οικονομικοκοινωνική και πολιτισμική κατάσταση χαρακτηρίζεται από μια περίοδο ρευστότητας και μετάβασης, δηλαδή οριακότητας. Η λεγόμενη κρίση είναι μια κατάσταση οριακότητας σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, καθώς παλιοί τρόποι και πρότυπα ζωής τρίζουν συθέμελα. Παράλληλα, η φτώχεια και η ανεργία σε μαζικό επίπεδο εξομοιώνουν τους ανθρώπους, τοποθετώντας τους σε μια μετέωρη κατάσταση εκτός κοινωνικής δομής-συστήματος, καθώς απορρίπτονται-αποβάλλονται από την παραγωγή και τους θεσμούς (: υποχώρηση υπηρεσιών και θεσμών πρόνοιας). Θεσμοί οι οποίοι διατηρούν την «κοινωνική συνοχή» – δηλαδή την ένταξη των ατόμων στην ιεραρχική-εκμεταλλευτική κοινωνική δομή.
Όλες αυτές οι συνθήκες, λοιπόν, είναι ευνοϊκές για την αλλαγή προτύπων συμπεριφοράς, νοοτροπιών, αξιών και γενικότερα για την κοινωνική αλλαγή-ανατροπή. Επομένως, ένα ριζοσπαστικό-επαναστατικό κίνημα, μπορεί να συμβάλλει στην εποικοδομητική και ριζοσπαστική κατεύθυνση αυτών των κοινωνικών-πολιτισμικών διεργασιών, οξύνοντας την επαναστατική συλλογική συνείδηση, μέσα από έναν σύγχρονο, συντονισμένο με τις νέες ανάγκες, τάσεις και ιδέες που αναδεικνύονται από την κινητικότητα και τη μετάλλαξη των καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων. Στον πλαίσιο αυτό, η ριζική-κριτική ανθρωπολογία, εφόσον βέβαια αναπτυχθεί περαιτέρω και αναδείξει νέα αναλυτικά-θεωρητικά εργαλεία, μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο.
Δημήτρης Φασόλης
14/1/2012
1. Υπεύθυνος του μαθήματος είναι ο Νώντας Κούκας.
2. Ο όρος «διαβατήριες τελετές» (rites of passage) εισήχθη από τον Arnold Van Gennep στο ομώνυμο έργο του*. Διακρίνονται σε τρεις φάσεις: 1. χωρισμού – από την κοινωνική δομή – (preliminal), 2. της μετάβασης ή οριακότητας (liminal) και 3. ενσωμάτωσης (postliminal).
3. Η communitas πραγματώνεται και εκτός της οριακής φάσης, μέσα στο πλαίσιο της σταθερής κοινωνικής δομής, σε μικρο-δομές που συμβολίζουν τη «δύναμη των αδυνάτων». Επίσης, η οριακή κατάσταση παρουσιάζεται από τους θεματοφύλακες της κοινωνικής δομής ως «μιαρή, «επικίνδυνη και αναρχική» και περιβάλλεται με απαγορεύσεις. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι θεωρείται αταξινόμητη ή ότι βρίσκεται ανάμεσα στις ταξινομικές κατηγορίες της κοινωνίας. Κατάσταση οριακότητας και communitas κατά τον Turner έχουμε και σε διάφορες μειονότητες και περιθωριακές ομάδες (π.χ. εθνοτικές), σε χιλιαστικά κινήματα στην ιστορία ή σε σύγχρονα κινήματα όπως αυτό των χίπις (αντικατανωλωτισμός, έμφαση στην περιθωριακότητα και στη συντροφικότητα-μέθεξη).
*Παραπομπές
Turner Victor 1969. The Ritual Process: Structure and Anti-Structure. New York: Aldine de Gruyter Ed.
Van Gennep Arnold 2004 (1960). Rites of Passage. London: Routledge Ed.
του Δημήτρη Φασόλη
Δάσκαλος κ’ υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου