Είναι μετάφραση απο τα Γαλλικά το κείμενο. Το παραθέτω για 2 λόγους
Κυρίος για τον Θ.Αγγελόπουλο και δεύτερον μιλάει για την περιοχή μας
«Στην ηλικία του θα μπορούσε να είχε πεθάνει όπως όλος ο κόσμος, από την μακρά αρρώστια που λέγεται γηρατειά. Όμως όχι: τον χτύπησε ένας μοτοσικλετιστής εν μέσω των γυρισμάτων της ταινίας του, σ’ ένα εξαθλιωμένο προάστειο, της ευρύτερης Αθήνας, μια λαϊκή συνοικία, παραμορφωμένη από την άναρχη δόμηση και τα σκελετωμένα γιαπιά, κάτω από έναν λόφο που συνθλίβεται από την κτηματομεσιτική κερδοσκοπία, σ’ ένα τοπίο που αποκρύπτεται επιμελώς από τους τουρίστες…. Κι όμως αυτό το τοπίο είναι χαριτωμένο κι ανθρώπινο, υπό τον όρο ότι ο σκηνοθέτης θα μπορέσει να βρει τα ανοιχτά πλάνα και τα μακρόσυρτα “traveling“, που ο Théo Angelopoulos χρησιμοποιούσε για να βγάλει από την καθημερινότητα την κρυμμένη της ομορφιά…..
Κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο δεν ήξερε πώς να συντήκει ανθρώπους και ανυποψίαστα τοπία, ώστε να αναστέλλει το χρόνο, κανείς άλλος δεν ήξερε καλύτερα ξεριζώνει τα πάθη τα πιο αλλόκοτα, τα πιο εξευτελιστικά, τα πιο θανατηφόρα, δίνοντας ένα μήνυμα ανθρωπιάς, ένα κράμα απο-μαγεμένης ματιάς και όμως αισιόδοξης. Σκηνοθέτης του Χώρου και του Χρόνου, ο Théo μπόρεσε να εντάξει τις ρωγμές των κρίσεων στην ιστορική συνέχεια.
Δεν ήταν ούτε εύκολος άνθρωπος, ούτε εύκολος σκηνοθέτης: με φωνή επιβλητική, μερικές φορές μόλις ακουγόταν, επέβαλλε την ματιά του, που δεν είχε άλλο αντικείμενο από την ψυχή. Μια πανθεϊστική ψυχή, όπου σχεδόν τα πάντα ήταν συνδεδεμένα. Γη και δέντρα, εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, ξεκοιλιασμένα σπίτια, ορίζοντες ταραγμένοι από τεχνητά σύνορα, μικροπρέπεια αλλά και ανθρώπινο μεγαλείο, ιστορικά αναπόφευκτα, βάλτοι και ομίχλες που σε κάνουν να υποπτεύεσαι μια ζωή τόσο μακιά και τόσο κοντά. Ούτε εκείνος ούτε οι ταινίες του γνώρισαν σύνορα: ως ένας samurai αλλοτινών εποχών, ο κόσμος του ήταν αυτή του η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο: μια άνευ άνευ όρων πίστη στον άνθρωπο, γαλήνια και ατάραχη και σε ό,τι αυτός κρύβει ή καταπιέζει μέσα του…
Και θα κλείσω αυτό το τιμητικό σημείωμα, που δεν βρίσκει τα λόγια του, με την εικόνα μιας ατέλειωτης ανθρώπινης ουράς στο στο Τόκιο, μπροστά στο «Μετέωρο Βήμα του πελαργού», αυτήν την ταινία, που καθώς δείχνει τα Βαλκάνια με τρυφερότητα και νοσταλγία, διείσδυσε στην γιαπωνέζικη ψυχή μέσα από ένα τελετουργικό-ύμνο στο θέατρο Nô: ένα σώμα αναποφάσιστο, διχασμένο πάνω από ένα σύνορο που το σημαδεύει μπογιά ξεθωριασμένη και παρωχημένη, να χωρίζει τους ίδιους ανθρώπους και τα ίδια τοπία … Αντίο Théo.»
Κυρίος για τον Θ.Αγγελόπουλο και δεύτερον μιλάει για την περιοχή μας
«Στην ηλικία του θα μπορούσε να είχε πεθάνει όπως όλος ο κόσμος, από την μακρά αρρώστια που λέγεται γηρατειά. Όμως όχι: τον χτύπησε ένας μοτοσικλετιστής εν μέσω των γυρισμάτων της ταινίας του, σ’ ένα εξαθλιωμένο προάστειο, της ευρύτερης Αθήνας, μια λαϊκή συνοικία, παραμορφωμένη από την άναρχη δόμηση και τα σκελετωμένα γιαπιά, κάτω από έναν λόφο που συνθλίβεται από την κτηματομεσιτική κερδοσκοπία, σ’ ένα τοπίο που αποκρύπτεται επιμελώς από τους τουρίστες…. Κι όμως αυτό το τοπίο είναι χαριτωμένο κι ανθρώπινο, υπό τον όρο ότι ο σκηνοθέτης θα μπορέσει να βρει τα ανοιχτά πλάνα και τα μακρόσυρτα “traveling“, που ο Théo Angelopoulos χρησιμοποιούσε για να βγάλει από την καθημερινότητα την κρυμμένη της ομορφιά…..
Κανείς άλλος εκτός από τον ίδιο δεν ήξερε πώς να συντήκει ανθρώπους και ανυποψίαστα τοπία, ώστε να αναστέλλει το χρόνο, κανείς άλλος δεν ήξερε καλύτερα ξεριζώνει τα πάθη τα πιο αλλόκοτα, τα πιο εξευτελιστικά, τα πιο θανατηφόρα, δίνοντας ένα μήνυμα ανθρωπιάς, ένα κράμα απο-μαγεμένης ματιάς και όμως αισιόδοξης. Σκηνοθέτης του Χώρου και του Χρόνου, ο Théo μπόρεσε να εντάξει τις ρωγμές των κρίσεων στην ιστορική συνέχεια.
Δεν ήταν ούτε εύκολος άνθρωπος, ούτε εύκολος σκηνοθέτης: με φωνή επιβλητική, μερικές φορές μόλις ακουγόταν, επέβαλλε την ματιά του, που δεν είχε άλλο αντικείμενο από την ψυχή. Μια πανθεϊστική ψυχή, όπου σχεδόν τα πάντα ήταν συνδεδεμένα. Γη και δέντρα, εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα, ξεκοιλιασμένα σπίτια, ορίζοντες ταραγμένοι από τεχνητά σύνορα, μικροπρέπεια αλλά και ανθρώπινο μεγαλείο, ιστορικά αναπόφευκτα, βάλτοι και ομίχλες που σε κάνουν να υποπτεύεσαι μια ζωή τόσο μακιά και τόσο κοντά. Ούτε εκείνος ούτε οι ταινίες του γνώρισαν σύνορα: ως ένας samurai αλλοτινών εποχών, ο κόσμος του ήταν αυτή του η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο: μια άνευ άνευ όρων πίστη στον άνθρωπο, γαλήνια και ατάραχη και σε ό,τι αυτός κρύβει ή καταπιέζει μέσα του…
Και θα κλείσω αυτό το τιμητικό σημείωμα, που δεν βρίσκει τα λόγια του, με την εικόνα μιας ατέλειωτης ανθρώπινης ουράς στο στο Τόκιο, μπροστά στο «Μετέωρο Βήμα του πελαργού», αυτήν την ταινία, που καθώς δείχνει τα Βαλκάνια με τρυφερότητα και νοσταλγία, διείσδυσε στην γιαπωνέζικη ψυχή μέσα από ένα τελετουργικό-ύμνο στο θέατρο Nô: ένα σώμα αναποφάσιστο, διχασμένο πάνω από ένα σύνορο που το σημαδεύει μπογιά ξεθωριασμένη και παρωχημένη, να χωρίζει τους ίδιους ανθρώπους και τα ίδια τοπία … Αντίο Théo.»