Να κατεβάζεις το κεφάλι και να μη μιλάς
Να κάθεσαι στη γωνιά σου, να μασουλάς και να κοιτάς, αμέτοχος, τα δρώμενα
Να αρνείσαι την πραγματικότητα κα να ξεγελάς τον εαυτό σου με προφάσεις και προσχήματα
Να αναβάλλεις το «ξεβόλεμα», τον «πονοκέφαλο», το «μπέρδεμα», τη «σπαζοκεφαλιά» για αργότερα
Να λες «άντε μωρέ, που να τρέχω τώρα…»
Να μένεις περιχαρακωμένος στο καβούκι σου
Να κάνεις ότι δεν βλέπεις και δεν ακούς αυτόν που σου λέει «σας παρακαλώ βοηθήστε με»
Να προσποιείσαι ότι δεν υπάρχει ο άστεγος, ο επαίτης, ο ρακοσυλλέκτης, αυτός που δίπλα σου περπατά με το ύφος του δαρμένου σκύλου και τους ώμους σκυφτούς
Να αδιαφορείς για τους ξένους που περιδιαβαίνουν την Αθήνα με καρότσια με σύρματα, παλιοσίδερα και κονσερβοκούτια
Να προσποιείσαι ότι τα πράγματα θα φτιάξουν με τον αυτόματο πιλότο, τη θεία επέμβαση, τον από μηχανής Θεό, τη μάγισσα Φούρκα, την Τίγκιμπελ ή την εκπλήρωση των προφητειών των Μάγια
Να κοιτάζεις με τις ώρες ένα κουτί, που με φασιστική ορολογία προαναγγέλλει το θάνατό σου
Να πηγαίνεις στο Lidl, Carrefour, Praktiker γιατί «έχουν φτηνά προϊόντα»
Να ανεβαίνεις με το ασανσέρ γιατί είναι πιο ξεκούραστο
Να περιμένεις από τους άλλους να κάνουν το πρώτο βήμα
Να περιμένεις από τους άλλους τη σωτηρία
Να περιμένεις από τους άλλους να παλέψουν και για’ σένα
Να λες «πηγαίνετε πρώτα εσείς και θα΄ ρθω κι’ εγώ»
Να χαμογελάς ψεύτικα
Να φιλάς σταυρωτά στο μάγουλο αυτόν που σιχαίνεσαι
Να περιμένεις να σε σώσουν οι βλάκες, οι ανίκανοι και οι άχρηστοι, οι πουλημένοι, τα τομάρια και οι αριβίστες, στην πολιτική και μη
Να σουφρώνεις τα χείλια και να λες «αυτό δεν γίνεται»
Ν’ απελπίζεσαι, ν’ απογοητεύεσαι και να τα παρατάς πριν καν αρχίσεις την προσπάθεια
Να μιλάς με το λόγο και τη γλώσσα άλλων
Να μην επουλώνεις την τραυματισμένη σου ψυχή αλλά να μπαλώνεις τη συφοριασμένη σου ζωή
Να μην αναζητάς την αιτία και την ουσία αλλά να κοιτάς το σύμπτωμα και το επίστρωμα
Να δέχεσαι αβασάνιστα και άκριτα αυτά που σου πασάρουν
Να μην χτυπάς τη γροθιά σου στο τραπέζι όταν το δίκιο σου πνίγεται
Να κάνεις το καλό παιδί και όταν σου γυρνάνε την πλάτη να γκρινιάζεις
Να μη μιλάς με τρόπο ευθύ και ντόμπρο, για να μη σε «κακοχαρακτηρίσουν»
Να μην εκτίθεσαι, να μην κάνεις αυτοκριτική, να μην προβληματίζεσαι
Να κωφεύεις στη φωνούλα που πάλλεται μέσα σου
Να συγκρατείς τον εαυτό σου και να μη μιλάς την ώρα που νοιώθεις ότι πρέπει
Να μην αφουγκράζεσαι τη συνείδησή σου
Να πηγαίνεις από τον παράδρομο για να γλυτώσεις τα διόδια της ζωής
Να κάθεσαι στο σπίτι σου ή στ’ αυγά σου, για να προστατεύσεις (νομίζεις) τον εαυτό σου
Να μην βγαίνεις στη βροχή και στο χιόνι
Ν’ αποφεύγεις τους τυφώνες
Να κατσουφιάζεις με τα λάθη σου και να χαμογελάς θριαμβευτικά για τις επιτυχίες σου
Να μην συγχωρείς και να εμμένεις σε ακατάσχετες παρελθοντολογίες
Να μη ζεις για να μην «πονέσεις»
Να μην διεκδικείς, να μην προσμένεις, να μην παλεύεις
Να παραιτείσαι και να αφήνεις την ηττοπάθεια να σε κυριεύσει
Να μην θέτεις τους κανόνες και τα όρια
Να μην πράττεις, να μην επιλέγεις, να μην διαλέγεις
Να κουκουλώνεσαι κάτω από τα σκεπάσματα όταν ακούς κάποιον στο δρόμο να φωνάζει «βοήθεια»
Να λες ότι «αυτό δεν είναι δική μου δουλειά»
Να μην παίρνεις θέση
Και,
Να επιλέγεις το εύκολο, την ευκολία, τη βολή. το βόλεμα, το «έτσι τα βρήκα δεν τ’ αλλάζω»
«Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», όπως και το άλμα προς τα εμπρός.
Αρετή Σκαφιδάκ